Πετρωτά - Ζεόλιθος

Πετρωτά - Ζεόλιθος
Όταν μαζέψαμε τον ζεόλιθο για πρώτη φορά εκεί που ήταν απαγορευμένος είχαμε στο μυαλό μας έναν άλλον αγώνα ακόμα πιο σκληρό που δικαιώθηκε με ειρηνικό τρόπο ενάντια στην Αυτοκρατορία που δεν ήθελε να εγκαταλείψει το μονοπώλειό της πρέπει λοιπόν ν' αντιληφθείς κι εσύ ότι η πορεία μας έχει αρχίσει για να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας από τα προβλήματα που την καταπατούν εδώ και χρόνια γιατί δεν τόλμησε κανένας από εμάς να σκεφτεί το αδιανόητο.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Διδυμότειχο - Το Βυζαντινό Κάστρο του Καλέ

ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ

Το Βυζαντινό Κάστρο του Καλέ

Το Βυζαντινό Κάστρο του Καλέ αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και τα πιο σημαντικά κάστρα ολόκληρης της βαλκανικής χερσονήσου. Τα τείχη που σώζονται έχουν μήκος 1 χ.λ.μ και το ύψος τους φτάνει τα 12 μέτρα. Αυτά διακόπτονται από κυκλικούς και τετράγωνους πύργους που κάποτε φτάνανε τους 24 σε αριθμό. Σε πολλούς από αυτούς τους πύργους παρατηρούμε μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά όπως αυτό του Κομνηνού. Υπάρχουν μικροί ναοί και αυτοκρατορικά παρεκκλήσια, σε ένα από τα οποία αποκαλύφθηκαν πρόσφατα τμήματα τοιχογραφιών με μοναδικές παραστάσεις φτερωτών αυτοκρατόρων. Βρίσκεται στο μέσον περίπου του «κάθετου» στο χάρτη νομού Έβρου, ελέγχει τη συμβολή δύο ποταμών (του Ερυθροπόταμου στο σημείο που εκβάλει στον Έβρο) και έχει δεύτερη στρατηγική στήριξη από παρακείμενο λόφο στην ίδια περιοχή. Κατά τον ιστορικό Προκόπιο, τα τείχη του Διδυμοτείχου ανακατασκευάσθηκαν και ενισχύθηκαν επί Ιουστινιανού. Τα ίδια τείχη ενισχύθηκαν αργότερα και επί Κωνσταντίνου Ε’ το 751. Όπως και το 1303, που τα τείχη ενισχύθηκαν σημαντικά από τον πρωτομάστορα Κωνσταντίνο Ταρχανειώτη. Το περίφημο Βυζαντινό Κάστρο του Καλέ, που συντηρήθηκε ανεπαρκώς από τους οθωμανούς κατακτητές, υπέστη μεγάλες καταστροφές από ποικίλους επιδρομείς κατά τα βυζαντινά κα μεταβυζαντινά χρόνια, αλλά και από τους Ρώσους, που κατέλαβαν το Διδυμότειχο στους δύο νικηφόρους γι’ αυτούς ρωσοτουρκικούς πολέμους το 1829 και το 1878.

Το κάστρο των Διδύμων Τειχών, συνοδεύεται με θρύλους, όπως αυτός με τις Σαράντα Κάμαρες, που βρίσκονται σε δαιδαλώδη διάταξη μέσα στον βράχο πάνω στον οποίο είναι κτισμένο το κάστρο. Στην πραγματικότητα, το κάστρο διαθέτει δεκάδες λαξευτών σπηλαίων, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες ή δεξαμενές νερού ή καταφύγια. Στις υπώρειες του λόφου του Καλέ, όπου δεσπόζει το βυζαντινό κάστρο του Διδυμοτείχου, κάτω ακριβώς από τον πύργο της βασιλοπούλας, αλλιώς και “Κουλάς της Βασιλοπούλας”, καταλήγει στην κορφή στρογγυλού πύργου, με το μονόγραμμα του Χριστού. Ένας τοπικός θρύλος θέλει από τον γωνιακό νοτιοανατολικό πύργο με το άσπρο άλογό της να αυτοκτονεί η κόρη του βασιλιά, όταν οι εχθροί κατέλαβαν το κάστρο.

Κάτω από τον πύργο της βασιλοπούλας, αποκαλύφθηκαν αρκετά, άγνωστα έως τότε, σπήλαια (ήταν σπήλαια διευρυμένα με λάξευση σε ορθογώνιους χώρους, με τοιχώματα και οροφές καλυμμένα από επάλληλα πολύχρωμα στρώματα λαδομπογιάς και τσιμεντένιο δάπεδο διατηρημένο σε πολλά εξ αυτών. Τα αποκαλυφθέντα σπήλαια είναι 13. Η είσοδός τους βρίσκεται νότια, εκτός ενός που βρίσκεται ανατολικά. Το μήκος της πρόσοψής τους κυμαίνεται από 3 έως 12 μ., το βάθος από 1,50 έως 11,50μ., ενώ το ύψος των εσωτερικών χώρων, μη λαμβανομένου υπόψη του βάθους της επίχωσης, από 1,60 έως 2 μ. Στην πλειονότητά τους τα σπήλαια φέρουν στο κάτω μέρος λαξευμένες βαθύνσεις για τη στήριξη πιθαριών και κογχόσχημες κοιλότητες στα τοιχώματα για την τοποθέτηση αντικειμένων. Σε ορισμένα υπάρχουν λαξευμένες οπές-δοκοθήκες για την υποδοχή πιθανώς δοκαριών για στήριξη πατώματος ορόφου. Σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα ευρεθείσα κεραμική (όστρακα αβαφή και εφυαλωμένα), η αρχαιότερη χρήση της περιοχής που ερευνήθηκε τοποθετείται στα υστερορωμαϊκά χρόνια, ενώ υπάρχουν, επίσης, όστρακα υστεροβυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου.


Αναφορικά με τη χρονολόγηση και τη χρήση των σπηλαίων του Διδυμοτείχου, μερικοί ερευνητές τα θεωρούν προϊστορικά λαξεύματα, σχετιζόμενα με λατρευτικές πρακτικές των αρχαίων Θρακών, ενώ άλλοι βυζαντινές κατασκευές που χρησίμευσαν ως κελάρια ή δεξαμενές νερού των σπιτιών της εποχής. Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα των νεοευρεθέντων σπηλαίων φέρει εμφανή σημάδια αποθηκευτικής χρήσης, τα οποία λόγω της εσωτερικής τους διαμόρφωσης (ύπαρξη κογχών) παραπέμπουν στη χριστιανική λατρεία. Από τη βιβλιογραφική έρευνα πληροφορούμεθα ότι το 14ο αιώνα στην περιοχή υπήρχαν μοναστήρια, ανάμεσα στα οποία κατονομάζονται δύο, η Μονή της Οδηγήτριας κοντά στο Διδυμότειχο και η Μονή του Σωτήρος Παντοκράτορος μέσα στο κάστρο. Μετά την επικράτηση του Ανδρονίκου Γ΄ στον εμφύλιο πόλεμο (1321-1328) με τον παππού του Ανδρόνικο Β΄, ο πρώτος εκτοπίζει τον Θεόδωρο Μετοχίτη σε μία από τις μονές του Διδυμοτείχου. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης είναι ο συγγραφέας του βίου του μοναχού και μετέπειτα αγίου Ιωάννη του Νεότερου, ο οποίος έζησε και έδρασε στο Διδυμότειχο την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976-1025). Τέλος, είναι γνωστό ότι ο οσιομάρτυς Ιάκωβος και οι δύο μαθητές του, o διάκονος Iάκωβος και ο μοναχός Διονύσιος, μαρτύρησαν το 1520 στο Διδυμότειχο. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται η παράδοση και η έντονη παρουσία του μοναχισμού στο Διδυμότειχο, οι οποίες σε συνδυασμό με τη μορφολογία των δύο σπηλαίων ενισχύουν την άποψη ότι κάποια από τα σπήλαια αποτέλεσαν χώρους μοναστικής ζωής. Από τον Οκτώβρη έως το Δεκέμβρη του 2010 διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα εντός και εκτός ενός υποσκάφου με ναόσχημη διαμόρφωση. Η ανασκαφή έγινε με την οικονομική συνεισφορά του Δήμου Διδυμοτείχου και συνδυάστηκε με καθαρισμό του Καλέ, διακόπηκε όμως αιφνίδια λόγω οικονομικών προβλημάτων. Οι ταφές που άλλοτε περιελάμβαναν τα αρκοσόλια ήταν τοποθετημένες στον άξονα Β.Ν. Πιθανόν να ήταν επάλληλες, καθώς στο μέσον του βάθους του κάθε αρκοσολίου υπάρχει πατούρα για την έδραση καλύμματος, πάνω στο οποίο πιθανόν είχε τοποθετηθεί ο δεύτερος νεκρός. Στη νότια πλευρά του χώρου, όπου και η είσοδος του υποσκάφου, κτίστηκε το 14ο αιώνα τοίχος με πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία αποτελούμενος από ασβεστολιθικούς δόμους μεσαίου μεγέθους και ορθογώνιες πλίνθους, ο οποίος έφερε θυραίο άνοιγμα πλάτους 2μ. περίπου. Λόγω της απότομης διακοπής της ανασκαφής δεν ολοκληρώθηκε η αποκάλυψη του τοίχου προς την εξωτερική πλευρά. Η επίχωση στο εσωτερικό του υποσκάφου είχε πάχος 0,80-0,85 μ. και περιελάμβανε κοκκινωπό χώμα με κεραμική χρονολογούμενη από τον 5ο έως και το 17ο αιώνα, τμήματα πλίνθων και κεράμων που έφεραν ασβεστοκονίαμα, λίθους μικρού και μεσαίου μεγέθους, σιδερένια καρφιά, οστά και όστρεα. Επίσης, περιείχε χάλκινα νομίσματα και μία χρυσή λίρα της τουρκοκρατίας, όπως και μερικά βουλγάρικα νομίσματα κομμένα στα 1888 και το 1912. Το αρχικό δάπεδο του υποσκάφου είναι ο φυσικός βράχος, λαξευμένος κατά το δυνατόν επίπεδος με ελαφρά κατωφέρεια προς νότο. Σε αυτόν είχαν λαξευτεί δέκα συνολικά ορθογώνιες ταφικές θήκες, από τις οποίες ανασκάφηκε μόνον η μία μπροστά στη μεγάλη κόγχη του βόρειου τοιχώματος. Ο τάφος είναι κανονικά προσανατολισμένος, τραπεζιόσχημος με ευρύτερη τη δυτική πλευρά, έχει μήκος 2,13/2,23, πλάτος 0,65/0,96 και βάθος 0,97/1 μ. Σε βάθος 0,65 μ. από την άνω επιφάνειά του φέρει πατούρα, πλάτους 0,08 μ. στις μακρές πλευρές του. Στο ανώτερο τμήμα των τοιχωμάτων των μακρών πλευρών του ανοίγονται από τρεις ορθογώνιες δοκοθήκες, συμμετρικά τοποθετημένες για τη στήριξη του καλύμματός του. Στον πυθμένα αποκαλύφθηκαν τα οστά του νεκρού, τοποθετημένα σε ανακομιδή στο δυτικό άκρο. Προφανώς ο τάφος προετοιμάστηκε για να δεχθεί μια επόμενη ταφή χωρίς, ωστόσο, αυτή να πραγματοποιηθεί ποτέ. Όταν πολύ αργότερα ο χώρος επιχώθηκε τεχνητά, αναμοχλεύθηκε και επιχώθηκε και ο τάφος. Στην επίχωση αυτή βρέθηκαν ίχνη οστών πιθανόν από την αναμόχλευση της ανακομιδής, κεραμική, μικρά σιδερένια καρφιά, δύο θυμιατήρια, ένα μεγάλο κυλινδρικό αγγείο και θραύσματα πίθου, όλα μεταβυζαντινών χρόνων. Με το ίδιο χώμα ανάμικτο με μεταβυζαντινή κεραμική, αλλά και λιγοστή αρχαιότερη επιχώθηκαν και τα δύο αρκοσόλια, κατά την ανασκαφή τους όμως δεν προέκυψε κανένα στοιχείο για τις ταφές που αρχικά περιείχαν. Η ανασκαφή θα συνεχιστεί για να ερευνηθούν οι υπόλοιποι εννέα τάφοι του εσωτερικού και πιθανόν και άλλοι εξωτερικά. Τα ευρήματα της ανασκαφής καταδεικνύουν ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως ταφικό παρεκκλήσι. Υποθέτουμε ότι το μικρό μεταγενέστερο μουσουλμανικό νεκροταφείο με τον τάφο του δερβίση που βρίσκεται 15 μ. περίπου νότια από το άνοιγμα της σπηλιάς απηχεί τη συνέχιση της ιστορίας του χώρου. Η διαίρεση του ναϊκού χώρου με ξερολιθιές και η τεχνητή επίχωση πιθανόν να έχουν σχέση με την ίδρυση του μικρού μουσουλμανικού μεζαρίου.

Επίσης, υπάρχει ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου, κτίσμα του 1843, στη θέση βυζαντινής εκκλησίας, που τα ίχνη της διατηρούνται στη βορινή πλευρά του. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, περιλαμβάνει εικόνες αφιερώματα των συντεχνιών. Από εδώ ξεκινά στενός δρόμος, ανάμεσα σε παλιά νοικοκυρόσπιτα και οδηγεί στο εσωτερικό του κάστρου. Σ’ ένα μικρό ναίδριο, πέτρινο οικοδόμημα, που θυμίζει αρχαίο βωμό με διαστάσεις 2,5 μ. μήκος και 1,5 μ. πλάτος και ύψος, στην ανατολική του πλευρά, έχει ανάγλυφο σε μάρμαρο εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που θυμίζει τα ανάγλυφα του Θράκα ιππέα. Στη νότια πλευρά του, είναι χαραγμένοι τέσσερις κύκλοι με σταυρούς, με επιγραφή που δείχνει το όνομα του Βυζαντινού πρίγκιπα Ραούλ Ασάνη Παλαιολόγου. Εδώ οι κάτοικοι του Διδυμότειχου, θυσίαζαν κοκόρια κάθε χρόνο τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου κατάλοιπο προχριστιανικό, που γίνονταν προς τιμήν του Ασκληπιού.

Λίγο ψηλότερα και προφυλαγμένη με ψηλό μαντρότοιχο, είναι η αρμενική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Σουρπ Κεβόρκ). Είναι κτισμένη στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου στις 26 Οκτωβρίου του 1341, στέφτηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων (του Βυζαντινού κράτους), ο Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκατοντάδες των τεχνητών, λαξευμένων στο βράχο σπηλαίων, τα οποία είχαν διαμορφωθεί από τους ίδιους. Τα τείχη του Διδυμότειχου τα οποία περιβάλλουν τον υψηλότερο από τους δύο λόφους της πόλης, έχουν μήκος 1.800 μέτρων και πύργους διαφόρων σχημάτων. Στο σημερινό χώρο του κάστρου που μπορείτε να επισκεφτείτε σώζονται τμήματα της βυζαντινής πολιτείας και διακρίνονται η οχύρωση, ερείπια κτιρίων και τα υπόγεια από τα λαξευμένα στον βράχο σπίτια. 

Πηγή Κειμένων:
15η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Περιφέρεια Α.Μ.-Θ Τουριστικός και Επαγγελματικός Οδηγός Ν. Έβρου