Οι εμφανίσεις μαρμάρων στην Αν. Μακεδονία και Θράκη καλύπτουν μια επιφανειακή έκταση
1.800 km2 περίπου και διακρίνονται σε ασβεστιτικά (75%), δολομιτικά (5%) και σιπολινικά (20%)
(Χατζηπαναγής et al., 2005). Στην περιοχή λειτουργούν περί τις 86 εκμεταλλεύσεις η ετήσια
παραγωγή των οποίων κυμαίνεται περί τις 200.000 m3 σε ογκομάρμαρα και ξοφάρια. Επίσης,
υπάρχουν πάνω από 25 σχιστήρια, που μαζί με τα λατομεία απασχολούν περισσότερα από 3.000
άτομα.
Η ευρύτερη περιοχή Δράμας – Καβάλας – Θάσου αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα
παραγωγής μαρμάρου της χώρας (Εικόνα 4), με περισσότερους από 40 εμπορικούς τύπους,
καλύπτοντας περί το 40% της συνολικής παραγωγής μαρμάρων στην Ελλάδα. Τα μάρμαρα της
περιοχής οδηγούνται κυρίως προς τις διεθνείς αγορές (70% των συνολικών εξαγωγών μαρμάρου)
με τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή να λαμβάνουν ένα σημαντικότατο
ποσοστό των εσόδων από εξαγωγές, που το 2010, συνολικά για τον κλάδο του ελληνικού
μαρμάρου, έφτασε τα 156.000.000 €.
Σύμφωνα με τους Χατζηπαναγής et al. (2005) τα μάρμαρα με τη μεγαλύτερη εμπορική αξία είναι
τα χιονόλευκα δολομιτικά της Θάσου, με την τιμή των ακατέργαστων ογκομαρμάρων να
διαμορφώνεται στα 1.000‐1.600 €/m3. Εφάμιλλης εμπορικής αξίας προϊόν, με τα χιονόλευκα της
Θάσου αποτελούν τα γαλακτόχροα δολομιτικά μάρμαρα (περιοχή Αριστο) της περιοχής Γρανίτη
Δράμας. Ο μεγαλύτερος όγκος παραγωγής προέρχεται από τους ποιοτικούς τύπους μεσαίας
εμπορικής αξίας (500‐800 €/m3), όπως τα λευκά ασβεστιτικά του Κεχρόκαμπου, τα λευκά
δολομιτικά Πηγών και Πύργων, τα ποικιλόχρωμα του Φαλακρού, τα ημίλευκα, ριγωτά, ταινιωτά
και τεφρόχρωμα ασβεστιτικά μάρμαρα του Φαλακρού και της Λεκάνης. Τα αποθέματα της
περιοχής σε μάρμαρα είναι τεράστια.
Πηγή: fthrace.gr