Εισαγωγή
Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. τέσσερα μέλη μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων που πέθαναν διαδοχικά, αποτεφρώθηκαν και ενταφιάστηκαν στο ίδιο σημείο, κοντά στο δρόμο που οδηγούσε από την Αδριανούπολη στη Φιλιππούπολη. Στην ίδια θέση κατασκευάστηκε σταδιακά μεγάλος τύμβος, για να διατηρηθεί ανά τους αιώνες ζωντανή η μνήμη των νεκρών.
Η περιοχή βρίσκεται κοντά στα χωριά Μικρή Δοξιπάρα, Ζώνη και Χελιδόνα. Με την ανασκαφή εντοπίστηκαν τέσσερις μεγάλοι λάκκοι που περιείχαν τα υπολείμματα των καύσεων τριών ανδρών και μιας γυναίκας μαζί με πολυάριθμα αντικείμενα που τους συνόδευαν στον άλλο κόσμο, όπως πήλινα, γυάλινα και χάλκινα αγγεία, χάλκινοι λυχνοστάτες και λυχνάρια, χάλκινα φανάρια, όπλα, κοσμήματα, ξύλινα κιβωτίδια κ.ά. Οι πέντε άμαξες με τις οποίες μεταφέρθηκαν οι νεκροί στην περιοχή του τύμβου, ενταφιάστηκαν στον ίδιο χώρο μαζί με τα υποζύγιά τους. Δίπλα τους τάφηκαν άλλα πέντε άλογα. Σε όλες τις άμαξες διατηρούνται τα μεταλλικά λειτουργικά και διακοσμητικά στοιχεία, ενώ σε δύο από αυτές διατηρούνται και αποτυπώματα των ξύλινων τμημάτων τους.
Ο Χώρος – Θράκη
Η γεωγραφική της θέση ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία και οι μεγάλοι δρόμοι που διέσχιζαν τις πεδιάδες και τα βουνά της, καθόρισαν αποφασιστικά τη μακραίωνη ιστορική πορεία της Θράκης. Η πλούσια βλάστηση, τα δάση, τα ποτάμια και τα άφθονα νερά ευνόησαν την παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή ήδη από την Παλαιολιθική Περίοδο (περίπου 40000 χρόνια π.Χ.).
Τον 11ο αι.π.Χ. θρακικά φύλα ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, που μετακινήθηκαν από τις βόρειες και τις κεντρικές περιοχές της Ευρώπης, εγκαταστάθηκαν οριστικά στα βουνά και τις πεδιάδες της Θράκης από το Αιγαίο ως το Δούναβη. Ορισμένα φύλα έφτασαν ως τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου. Τον 7ο αι. π.Χ., με την ίδρυση των ελληνικών αποικιών στα παράλια του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας άρχισαν να αναπτύσσονται δεσμοί μεταξύ Ελλήνων και Θρακών που παρέμειναν ισχυροί καθόλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων.
Το 46 μ.Χ. όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κλαύδιος, η Θράκη έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Μέχρι την εποχή του Τραϊανού ( 98 μ.Χ.-117 μ.Χ.) η περιοχή ήταν χωρισμένη σε στρατηγίες και είχε ως διοικητή έναν επίτροπο. Ο Τραϊανός εγκαινίασε μεταβολές στο διοικητικό σύστημα και προώθησε την αστικοποίηση της περιοχής, ιδρύοντας μια σειρά σημαντικών πόλεων όπως η Τραϊανούπολη, η Πλωτινόπολη, η Αυγούστα Τραϊανή κ.ά. Αργότερα ο Αδριανός ίδρυσε την Αδριανούπολη στη συμβολή τριών ποταμών, του Έβρου, του Τόνζου και του Άρδα. Οι πόλεις μαζί με τη «χώρα» τους, την εδαφική περιφέρεια όπου βρίσκονταν οι κώμες, αντικατέστησαν προοδευτικά τις στρατηγίες. Μεγάλες αυτοκρατορικές κτήσεις δεν υπήρχαν στην περιοχή της Θράκης και οι ιδιοκτησίες παρέμειναν στα χέρια του εγχώριου πληθυσμού. Η οικονομία της περιοχής στηριζόταν κυρίως στην εκμετάλλευση των εύφορων εκτάσεων και στην κτηνοτροφία. Βασικός πυρήνας της αγροτικής ζωής ήταν η κώμη. Στοιχεία για την ακμή του αγροτικού πληθυσμού της Θράκης γνωρίζουμε από τις ανασκαφές, κυρίως στη Βουλγαρία, που έχουν φέρει στο φως μεγάλες αγροτικές επαύλεις και τύμβους με πλούσια κτερισμένες ταφές που ανήκαν πιθανότατα σε πλούσιους γαιοκτήμονες της περιοχής.
Οι χαρακτηριστικοί όγκοι των κωνικών και ημισφαιρικών τεχνητών γηλόφων, δηλαδή των μικρών και μεγάλων ταφικών τύμβων της αρχαίας Θράκης, υψώνονται επί αιώνες μέσα στο πολύμορφο ανάγλυφο του θρακικού τοπίου, συμβάλλοντας καθοριστικά με την ποικιλία του ύψους και της μορφής τους στην αρμονικότερη σύνθεση των επί μέρους φυσικών σχηματισμών του εδάφους. Οι τύμβοι ως μεγάλα ταφικά μνημεία, έχουν κατασκευαστεί σε περίοπτες θέσεις, επάνω σε φυσικά υψώματα ή σε ελεύθερες πεδινές περιοχές με στόχο να είναι ορατοί από μακριά από όλους όσοι διέσχιζαν τους μικρούς και μεγάλους δρόμους των κατά τόπους περιοχών. Οι αρχαιότεροι χρονολογούνται στην εποχή του Χαλκού. Η παράδοση της κατασκευής τύμβων συνεχίστηκε στα ιστορικά χρόνια, τόσο από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων των παραλίων όσο και από τους κατοίκους της ενδοχώρας. Στα ρωμαϊκά χρόνια, ιδιαίτερα τους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, το έθιμο της κατασκευής τύμβων ήταν πολύ διαδεδομένο στην περιοχή της Θράκης. Οι τύμβοι κάλυπταν διάφορα είδη τάφων. Στους περισσότερους από τους τύμβους που έχουν ερευνηθεί στην περιοχή του βόρειου Έβρου και χρονολογούνται στα ρωμαϊκά χρόνια, οι νεκροί είχαν αποτεφρωθεί. Σε μεγάλους λάκκους που ανοίγονταν στο έδαφος, συγκεντρώνονταν σωροί ξύλων και επάνω στους σωρούς αυτούς τοποθετούνταν ξύλινα φορεία με το σώμα του νεκρού. Στη φωτιά έριχναν μικρά ζώα, όπως γουρουνάκια ή πουλιά και καρπούς, όπως καρύδια, αμύγδαλα ή κουκουνάρια. Όταν έσβηνε η πυρά, τοποθετούσαν γύρω από το νεκρό τα προσωπικά του αντικείμενα, όπλα, κοσμήματα κ.ά, καθώς και αγγεία γεμάτα με προσφορές (γάλα, νερό, κρασί, μέλι ή τροφές). Στη συνέχεια κάλυπταν τους λάκκους με χώμα και από πάνω δημιουργούσαν έναν τεχνητό γήλοφο, που συχνά ήταν πολύ μεγάλος. Η κατασκευή του απαιτούσε εργασία πολλών ημερών και μεγάλη δαπάνη. Μερικές φορές η αποτέφρωση του νεκρού γινόταν σε άλλη περιοχή, έξω από την περιφέρεια του τύμβου και η τέφρα μεταφερόταν και τοποθετούνταν επάνω στο έδαφος ή μέσα σε τεφροδόχα αγγεία. Συχνά τα μέλη της ίδιας οικογένειας θάβονταν στον ίδιο τύμβο, ο οποίος σταδιακά μεγάλωνε για να καλύψει τις νέες ταφές.
Ο τύμβος της Μικρής Δοξιπάρας-Ζώνης είχε κατασκευαστεί στο δυτικό τμήμα της επαρχίας του βόρειου Έβρου σε μια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Μικρή Δοξιπάρα, Ζώνη και Χελιδόνα και υπάγεται στο Δήμο Κυπρίνου. Με διάμετρο 60μ. και ύψος 7,5μ. ήταν ένας από τους μεγαλύτερους τύμβους της περιοχής. Για τη δημιουργία του επιλέχθηκε ένα φυσικό ύψωμα, ώστε ο τύμβος να είναι ορατός από μακριά. Από τη θέση του υπάρχει απεριόριστη θέα προς τα απέναντι βουνά της βουλγαρικής Ροδόπης και προς την περιοχή του Κυπρίνου και του Άρδα. Κατασκευάστηκε σταδιακά, στις αρχές του 2ου αι μ.Χ. για να καλύψει τις ταφές-καύσεις τεσσάρων μελών μιας οικογένειας που πέθαναν και τάφηκαν διαδοχικά Δίπλα στους λάκκους που περιείχαν τα υπολείμματα των καύσεων και τα κτερίσματα των νεκρών, είχαν ενταφιαστεί οι πέντε άμαξες που τους μετέφεραν στην περιοχή του τύμβου μαζί με τα υποζύγιά τους και πέντε ακόμη άλογα. Σε διάφορα σημεία του τύμβου εντοπίστηκαν περιοχές με σπασμένα αγγεία, στάχτες και οστά ζώων, υπολείμματα των τελετών που γίνονταν κατά τη διάρκεια κατασκευής του τύμβου προς τιμήν των νεκρών. Επάνω σε δύο πλίθινες παραλληλεπίπεδες κατασκευές βρέθηκε μεγάλος αριθμός σπασμένων μικρών πήλινων αγγείων που περιείχαν προσφορές προς τους νεκρούς, ενώ εντοπίστηκαν και δύο λάκκοι-εστίες γεμάτοι στάχτες.
Ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή του τύμβου δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Έτσι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ακρίβεια που κατοικούσαν τα άτομα που τάφηκαν στον τύμβο. Γνωρίζουμε ωστόσο, από ανασκαφές που έχουν γίνει στο βορά, ότι συχνά οι οικογένειες των γαιοκτημόνων που είχαν στην κατοχή τους μεγάλες αγροικίες, επέλεγαν να ταφούν μέσα στα οικογενειακά κτήματα και όχι σε οργανωμένα νεκροταφεία. Υποθέτουμε λοιπόν ότι μια πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων που ζούσε στην περιοχή στις αρχές του 2ου αι.μ.Χ. έθαψε τέσσερα από τα μέλη της στη θέση αυτή και μετά τις ταφές κατασκεύασε το μεγάλο τύμβο για να διατηρήσει ζωντανή ανά τους αιώνες τη μνήμη των νεκρών της.
Οι καύσεις των νεκρών
Στην περιοχή του τύμβου αποκαλύφθηκαν τα υπολείμματα των καύσεων τεσσάρων ατόμων, τριών ανδρών και μιας γυναίκας, που πέθαναν διαδοχικά. Όλες οι καύσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε λάκκους, όπου είχαν συσσωρευθεί τα απαραίτητα για την αποτέφρωση του σώματος ξύλα. Μετά την ολοκλήρωση της καύσης, οι συγγενείς τοποθέτησαν μέσα στους λάκκους τα κτερίσματα, τα απαραίτητα δηλαδή δώρα των ζώντων προς τους νεκρούς, που θα τους συνόδευαν στη μετά θάνατον ζωή τους. Εκτός από τα απανθρακωμένα οστά των νεκρών και τα ξύλα, στις καύσεις εντοπίστηκαν πολλά οργανικά υλικά, όπως υπολείμματα δέρματος και υφάσματος, κομμάτια σχοινιού και φιτιλιού, απανθρακωμένα καρύδια και κουκουνάρια. Με την ανθρωπολογική εξέταση των οστών διαπιστώθηκε ότι οι καύσεις Β' και Γ' ανήκουν σε άνδρες μέσης ηλικίας. Οι καύσεις Α' και Δ' με βάση μόνο τα ευρήματα ανήκουν σε νεαρή γυναίκα και άνδρα αντίστοιχα.
Ταφές Αλόγων και Αμαξών
Οι πέντε άμαξες αποτελούν το πιο εντυπωσιακό εύρημα της ανασκαφής. Μαζί με τα υποζύγιά τους έχουν εναποτεθεί σε ρηχούς λάκκους, ανοιγμένους στο φυσικό έδαφος. Κάθε άμαξα είναι λίγο διαφορετική από τις άλλες τόσο στη διακόσμηση όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά. Σε όλες διατηρούνται οι άξονες, τα σιδερένια στεφάνια των τροχών (επίσωτρα), τα συμπαγή σιδερένια περιαξόνια καθώς και τα υπόλοιπα λειτουργικά και διακοσμητικά στοιχεία. Σε δύο από αυτές διατηρούνται ίχνη και αποτυπώματα των ξύλων. Οι άμαξες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ομάδα, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του τύμβου, πολύ κοντά στην ταφή- καύση Β΄, ανήκουν οι δύο άμαξες (άμαξες Β΄και Γ΄). Δίπλα τους βρέθηκε και η ταφή δύο αλόγων (ταφή αλόγων Α').
Οι τρεις άμαξες της δεύτερης ομάδας (άμαξες Α', Δ', Ε΄) βρίσκονται στη νοτιοανατολική πλευρά του τύμβου και η διάταξή τους ακολουθεί την περιφέρειά του. Οι άμαξες στην ομάδα αυτή δεν παρουσιάζουν την κανονική τους μορφή, καθώς τα άλογα έχουν λυθεί από τους ζυγούς, ενώ οι τροχοί και οι άξονες έχουν αποσυνδεθεί. Υπολείμματα ή ίχνη ξύλου δεν διατηρούνται καθόλου, τα μεταλλικά αντικείμενα όμως όπως και οι σκελετοί των αλόγων σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση. Ανάμεσα στις άμαξες Α' και Δ' βρέθηκε ταφή τριών αλόγων. Πολύ κοντά στην ομάδα αυτή των αμαξών εντοπίστηκε η ταφή- καύση Δ'.
Οι άμαξες που βρέθηκαν στη Μικρή Δοξιπάρα–Ζώνη ήταν τα οχήματα με τα οποία μεταφέρθηκαν οι νεκροί στο χώρο ταφής. Αν και ο ρόλος της άμαξας στην ταφική τελετουργία του αρχαίου κόσμου μας είναι γνωστός τόσο από τις πηγές όσο και από την εικονογραφία, Η ανασκαφή στη Μικρή Δοξιπάρα-Ζώνη προσέφερε για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο ένα τόσο ολοκληρωμένο σύνολο τετράτροχων αμαξών. Η πρακτική της ταφής αμαξών και αλόγων μαζί με τους νεκρούς απαντά σε πολλές περιοχές του αρχαίου κόσμου, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Τα άρματα, οι άμαξες και τα άλογα στις περιπτώσεις αυτές λειτουργούν ως σύμβολα κύρους και πλούτου των ιδιοκτητών τους. Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα είχαν βρεθεί μεμονωμένα εξαρτήματα αμαξών μέσα σε τάφους.
Το άλογο, ένα ζώο δυνατό και περήφανο, αποτέλεσε από τη στιγμή που εξημερώθηκε, σταθερό σύντροφο του ανθρώπου στον πόλεμο, στις μετακινήσεις, στις αγροτικές εργασίες, στο κυνήγι και στα ιππικά αγωνίσματα. Τα φυσικά χαρίσματα του αλόγου και η πρακτική βοήθεια που πρόσφερε στους ανθρώπους, του εξασφάλισαν μια σταθερή θέση στη μυθολογία, τη θρησκεία και την τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Οι Ρωμαίοι ειδικότερα ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό την ιπποφορβία, επειδή είχαν να αντιμετωπίσουν αυξημένες ανάγκες στο στρατό και στις μετακινήσεις και επειδή αγαπούσαν ιδιαίτερα τα ιππικά αγωνίσματα. Ταφές αλόγων έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Τα μεγάλα, λευκότερα από το χιόνι, άλογα του μυθικού βασιλιά της Θράκης Ρήσου, μας είναι γνωστά από τον Όμηρο (Ιλ. Κ 437), ενώ αναφορές σ’αυτά γίνονται και από μεταγενέστερους συγγραφείς. “Ιπποπόλους” ονομάζει ο Όμηρος τους Θράκες (Ιλ. Ν 4, Ξ 227) ενώ ο Σοφοκλής (αποσπ.523) και ο Ευριπίδης (Εκάβη 428) τους χαρακτηρίζουν ως “φιλίππους”. Στην ιπποτρόφο άλλωστε, σύμφωνα με τον Ησίοδο Θράκη (Έργα και Ημέραι, 507), ακόμη και σήμερα ζουν ελεύθερα άλογα. Εδώ γεννήθηκαν οι φοράδες του βασιλιά των Βιστόνων Διομήδη που κατασπάραξαν το σύντροφο του Ηρακλή, Άβδηρο (Πινδ.παιάνες 2, 1 κ.ε). Ο ίππος απεικονίστηκε σε νομίσματα των ελληνικών πόλεων των παραλίων της Θράκης, αλλά και στα νομίσματα των Θρακών δυναστών. Άλογο συνόδευε και τον ήρωα-ιππέα, έναν από τους πιο αγαπητούς θεούς της ρωμαϊκής περιόδου για την περιοχή της Θράκης. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η Θράκη τροφοδοτούσε το ρωμαϊκό στρατό, τόσο με ιππείς όσο και με άλογα.
Η συνήθεια ταφής των αλόγων δίπλα στους ιδιοκτήτες τους, έχει διαπιστωθεί δύο ακόμη φορές σε ανασκαφές ταφικών τύμβων της αυτοκρατορικής περιόδου στην περιοχή του βόρειου Έβρου.
Περιοχές προσφορών - εναγισμοί – εστίες
Σε διάφορα σημεία του τύμβου βρέθηκαν περιοχές με υπολείμματα προσφορών προς τους νεκρούς. Στα σημεία αυτά εντοπίστηκαν στάχτες, οστά ζώων και σπασμένα πήλινα αγγεία. Στην αρχαιότητα, μετά την ταφή, οι συγγενείς συνήθιζαν να προσφέρουν προς τους νεκρούς υγρές προσφορές (νερό, κρασί, γάλα, μέλι) ή τροφές σε τελετές που γίνονταν κοντά στους τάφους. Τα αγγεία με τις προσφορές αυτές συνήθως τα έσπαζαν. Συχνά τα έριχναν στη φωτιά που είχε καθαρτήριες δυνάμεις. Δύο παραλληλεπίπεδες κατασκευές από πήλινες πλίνθους βρέθηκαν στο ανατολικό τμήμα του τύμβου. Επάνω τους υπήρχαν στάχτες και δεκάδες σπασμένα μικρά πήλινα αγγεία. Οι κατασκευές αυτές λειτουργούσαν ως “επιτάφιοι βωμοί” για τις προσφορές προς τιμήν των νεκρών. Κοντά στις δύο αυτές κατασκευές βρέθηκαν δύο μεγάλοι λάκκοι “εστίες” γεμάτοι με στάχτες.
Πηγή: mikridoxipara-zoni.gr