Κατά την ανασκαφή της Τοµής Ζ, στην Πλωτινόπολη, αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο στρώµα καταστροφής αποτελούµενο από αργούς και λαξευμένους λίθους, κεραµίδια στέγης και πλίνθους. Το στρώµα αυτό ανήκει στην τελευταία οικοδοµική φάση (6ος – 7ος αι. µ.Χ), η οποία χρονικά συνδέεται µε την µεταφορά της πόλης από τον Ιουστινιανό σε µια πιο οχυρή τοποθεσία, δυτικά της Πλωτινόπολης, όπου βρίσκονται σήµερα τα οικοδοµικά κατάλοιπα του βυζαντινού κάστρου του Διδυµοτείχου. Αντίθετα η παλαιοχριστιανική και ρωµαϊκή φάση σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση και διακρίνονται µε ευκολία οι αρχιτεκτονικές µορφές, τα δοµικά στοιχεία των κατασκευών και οι αλλαγές στη χρήση του χώρου.
Στην παλαιοχριστιανική φάση (τέλη 4ου – 5ου αι. µ.Χ) ανήκουν πέντε αποθηκευτικοί πίθοι, πάρα πολλά θραύσµατα πίθων και τρεις τοίχοι που ορίζουν την ανατολική, βόρεια και νότια πλευρά ενός χώρου. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι τοίχοι αυτοί έχουν θεµελιωθεί πάνω στους προγενέστερους ρωµαϊκούς (τέλη 2oυ - αρχές 3oυ αι. µ.Χ) και ακολουθούν τον ίδιο προσανατολισµό µε αυτούς. Τα πιθάρια, σε συνδυασµό µε την σωζόµενη τοιχοποιία και τα κινητά ευρήµατα, επιτρέπουν να αναγνωρίσουµε µια δευτερογενή χρήση του χώρου, κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Κατά την περίοδο αυτή σε µια προσπάθεια αναδιαµόρφωσης του ήδη υπάρχοντος κτιρίου, κατασκευάστηκαν τρεις επιπλέον τοίχοι. Οι δύο απ' αυτούς, κατέστρεψαν το ψηφιδωτό δάπεδο και µάλιστα την κεντρική του παράσταση, ενώ ο τρίτος πατούσε απευθείας πάνω στο ψηφιδωτό, οπότε και αφαιρέθηκε µετά την αποτύπωσή του. Τα παραπάνω στοιχεία µας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός. Οι τρεις τοίχοι της ρωµαϊκής φάσης, ορίζουν το βόρειο, ανατολικό και νότιο τµήµα µιας αίθουσας - οι διαστάσεις της οποίας δεν έχουν ακόµη αποκαλυφθεί- και που ήταν διακοσµηµένη µε ψηφιδωτό δάπεδο. Οι τοίχοι ήταν επιχρισµένοι µε χρωµατιστά κονιάµατα, ορισµένα από τα οποία σώζονται στη θέση τους.
Οι τοιχογραφίες, έχουν πλούσια χρώµατα και αντίστοιχα στοιχεία διακόσµησης µε το ψηφιδωτό. Στις πλευρές των τοίχων διατηρούνται υπολείµµατα που δεν ξεπερνούν τα 3,5 - 4 τ.µ., ενώ συλλέχτηκαν και φυλάσσονται θραύσµατα τοιχογραφιών σε 132 ξύλινα κιβώτια που αντιστοιχούν σε πολλαπλάσια έκταση. Κάποια θραύσµατα φέρουν εγχαράξεις ίσως κάποια επιγραφή η οποία όµως λόγω του αποσπασµατικού χαρακτήρα της δεν είναι αναγνώσιµη.
Τα στοιχεία από τις τοιχογραφίες που διατηρούνται in situ και τα θραύσµατα που συλλέχθηκαν δείχνουν ότι υπάρχουν τέσσερις φάσεις τοιχογραφιών και δύο φάσεις επιζωγραφίσεων. Από τις τέσσερις φάσεις των τοιχογραφιών οι τρεις εµφανίζονται σε διαφορετικά υποστρώµατα, ενώ µία εµφανίζεται µε τη µορφή επιζωγράφισης και, κατά τόπους, όπου το υφιστάµενο υπόστρωµα είναι κατεστραµµένο, πιθανότατα εφαρµόζεται σε νέο. Η φωτιά έχει αφήσει τα σηµάδια της σε δύο από τις φάσεις των τοιχογραφιών, όπου τα χρώµατα έχουν διαβρωθεί από τις υψηλές θερµοκρασίες.
Το ψηφιδωτό δάπεδο κάλυπτε όλη την επιφάνεια της αίθουσας. Το δάπεδο έχει αποκαλυφθεί µέχρι στιγµής σε µία έκταση 70 Τ.µ. Το ψηφιδωτό, παρά τις φθορές που παρατηρούνται στην επιφάνειά του, διατηρείται σε καλή κατάσταση. Η φωτιά, που ήταν αιτία καταστροφής των τριών οικοδοµικών φάσεων, έχει αφήσει τα σηµάδια της στο ψηφιδωτό και είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι µεταγενέστερες επεµβάσεις που παρατηρούνται στην επιφάνειά του πραγµατοποιήθηκαν, ώστε να αποκαταστήσουν φθορές που προκλήθηκαν από τη φωτιά.
Στο νότιο, ανατολικό και βόρειο τµήµα του δωµατίου κυριαρχούν οι λευκές ψηφίδες που αναπτύσσονται σε µια ενιαία επιφάνεια την οποία διακόπτει το µοτίβο της ελισσόµενης βλαστόσπειρας, από τα άκρα της οποίας εκφύονται φύλλα κισσού. Δύο ταινίες µε άσπρες και µαύρες ψηφίδες ορίζουν την αρχή της κεντρικής διακόσµησης. Οι διακοσµητικές ζώνες που περικλείουν την κεντρική παράσταση, κοσµούνται µε γεωµετρικά θέµατα αποδοσµένα µε µια αξιοθαύµαστη χρωµατική ποικιλία. Στην εξωτερική ζώνη, µέσα σε κίτρινο φόντο, αναπτύσσονται µικρότεροι και µεγαλύτεροι ρόµβοι από λευκές και µαύρες ψηφίδες. Στην εσωτερική ζώνη ρόµβοι, τετράγωνα, τρίγωνα και σταυροί που δηµιουργούνται από τη χρήση του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου και του µαύρου χρώµατος άλλοτε περιβάλλουν και περιβάλλονται, άλλοτε αποδίδονται µεµονωµένοι και άλλοτε συµπλέκονται.
Βόρεια και νότια της κεντρικής παράστασης αποκαλύφθηκαν τέσσερα θεµατικά διάχωρα. Στα διάχωρα της νότιας πλευράς απεικονίζονται πτηνά, και φυτικά µοτίβα.
Στη βόρεια πλευρά η θεµατολογία αλλάζει. Υπάρχουν δύο διάχωρα, διακοσµηµένα µε γεωµετρικά θέµατα µε µεγάλη πολυχρωµία, στο ένα εκ των οποίων σώζεται µέσα σε ρόδακα «κόµβοι του Σολοµώντα», ως κεντρικό θέµα. Η κεντρική παράσταση ορίζεται από αλυσοειδή πλοχµό. Τα χρώµατα είναι στις αποχρώσεις του κόκκινου, κίτρινου, γαλάζιου και πράσινου. Ακολουθεί ζώνη µε ποµπική παράσταση «θαλάσσιου θιάσου», αποτελούµενη από ιχθυοκενταύρους, νηρηίδες και ερωτιδείς που ιππεύουν δελφίνια.
Στο διάχωρο της κεντρικής παράστασης αποκαλύφθηκε νέος άντρας που αναδύεται µέσα από νερό. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για µία ποτάµια θεότητα. Συνήθως οι ποτάµιες θεότητες παριστάνονται σαν ώριµοι γενειοφόροι άντρες. Στην παράσταση της Πλωτινόπολης έχουµε µία αγένεια νεανική μορφή, Το ερώτηµα είναι ποια είναι αυτή η αντρική νεανική µορφή. Την απάντηση, ίσως τη δίνει ο Πλούταρχος, ο οποίος στο έργο του «Περί ποταµών και όρων» αναφέρει: «ο Έβρος ήταν πρόσωπο της ελληνικής µυθολογίας, γιος του βασιλιά της Θράκης, Κάσσανδρου. Ο Έβρος ήταν πολύ όµορφος νέος, µε αποτέλεσµα η μητριά του, Δαµασίππη της οικογένειας των Λαπιθών, να αποκτήσει ερωτικό ενδιαφέρον για αυτόν. Ο νεαρός αντιστάθηκε στις προκλήσεις της και έτσι εκείνη τον συκοφάντησε στον Κάσσανδρο. Ο νεαρός τότε για να γλυτώσει τον ατιµωτικό θάνατο από τα χέρια του ίδιου του του πατέρα έπεσε στον ποταµό Ρόµβο, που από τότε ονοµάστηκε Έβρος». Δίπλα στην αντρική µορφή υπάρχει γυναικεία καθιστή. Δυστυχώς το πάνω µέρος της, όπως και αρκετό τµήµα της κεντρικής παράστασης, καταστρέφεται από τους δύο µεταγενέστερους τοίχους των παλαιοχριστιανικών χρόνων. Η γυναίκα κρατά σκήπτρο που καταλήγει σε κεφάλι φιδιού. Μάλλον παριστάνονται ο ποταµός Έβρος και η πόλη. Ο εικονογραφικός κύκλος του «θαλάσσιου θιάσου» αποτελούσε αγαπητό εικονογραφικό θέµα κατά τον 2ο αιώνα µ.Χ., όπως φαίνεται σε παρόµοια ψηφιδωτά µε αυτά της Πλωτινόπολης που αποκαλύφθηκαν σε άλλες περιοχές. Κοινό στοιχείο όλων αυτών εκτός του εικονογραφικού τους περιεχοµένου είναι ο τόπος εύρεσης, δηλαδή σε κτίρια που είχαν σχέση µε το νερό (λουτρά).
Για το κτίριο της Πλωτινόπολης, η επιµεληµένη κατασκευή του, η θέση του δωµατίου στη βόρεια πλευρά του κτιρίου, το µέγεθος, η ύπαρξη δύο θυραίων ανοιγµάτων (στο κατώφλι του Ανατολικού ανοίγµατος κυριαρχούν πέλτες εκατέρωθεν ρόµβου) και το ψηφιδωτό δάπεδο αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για τον επίσηµο χαρακτήρα , του (τρικλίνιο).
Ο παραπάνω χώρος συνδέεται µε το κτίριο που ανασκάφθηκε στα µέσα της δεκαετίας του '80 και έφερε ψηφιδωτά δάπεδα µε µυθολογικές παραστάσεις (η Λήδα και ο κύκνος και οι άθλοι του Ηρακλή). Πρόκειται ουσιαστικά για τη βόρεια και ανατολική πτέρυγα ενός πολυτελούς οικοδοµικού συγκροτήµατος στον αύλειο χώρο του οποίου κατασκευάστηκε το πηγάδι και ο θάλαµος, το εντυπωσιακό αυτό δείγµα υδραυλικής αρχιτεκτονικής. Παραµένει ωστόσο ο προβληµατισµός για τον χαρακτήρα του συγκροτήµατος, αν δηλαδή πρόκειται για ένα δηµόσιο κτίριο ή για κάποια ρωµαϊκή έπαυλη.
Στα κινητά ευρήµατα συγκαταλέγονται: κεραµική, λυχνάρια, σιδερένια και χάλκινα αντικείµενα, θραύσµατα γυάλινων αγγείων, οστέινα αντικείµενα και πολλά νοµίσµατα. Ιδιαίτερα, αξίζει να σηµειωθούν τρία θραύσµατα διακοσµητικού γείσου που σώζεται ανάγλυφη παράσταση µε αντωπούς γρύπες και ζώνη µε αστραγάλους.